- ολόγραμμα
- τοη φωτογραφία που λαμβάνεται με τη μέθοδο τής ολογραφίας, αλλ. ολογράφημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hologramme (< ολ[ο]-* + γράμμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολογραφία — (I) η μέθοδος δημιουργίας ενός και μόνου φωτογραφικού ειδώλου χωρίς χρήση φακού, τού οποίου το αποτύπωμα, που λέγεται ολόγραμμα ή ολογράφημα, παρουσιάζει το αντικείμενο σε τρεις διαστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. holographic <… … Dictionary of Greek